ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Αθήνα, 30 Μαΐου 2024
Ανακοίνωση για την Εκδημία του Sir John Boardman, Ομότιμου Καθηγητή της Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης και αντεπιστέλλοντος μέλους της Ακαδημίας Αθηνών
Την περασμένη Πέμπτη (23-5-2024) έφυγε από τη ζωή, πλήρης ημερών, το αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας μας, ο Sir John Boardman, ένας από τους πιο διακεκριμένους ιστορικούς της αρχαίας ελληνικής τέχνης και γενικότερα ένας από τους επιφανέστερους κλασικούς αρχαιολόγους της εποχής μας. Eίχε γεννηθεί στο Ilford (Ανατολικό Λονδίνο) το 1927 (20-8) και είχε σπουδάσει στο Cambridge [Magdalene College, 1945-1948 (ΒΑ), 1951, ΜΑ)]. Από το 1952-1955 εργάστηκε στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ως Υποδιευθυντής της, ενώ το 1955 υπηρέτησε στην Οξφόρδη ως επιμελητής αρχαιοτήτων στο Ashmolean Museum, θέση που διατήρησε έως το 1959. Έκτοτε και έως το τέλος της ζωής του, θα παραμείνει στην Οξφόρδη συμβάλλοντας αποφασιστικά στη διατήρηση της φήμης της ως σπουδαίου κέντρου έρευνας της κλασικής αρχαιολογίας, αν και ο ίδιος, έχοντας σπουδάσει στο Cambridge, θεωρούσε τον εαυτό του τέκνο του Cambridge. Το 1959 διορίζεται έκτακτος καθηγητής (reader) Κλασικής Αρχαιολογίας (στο Merton College), θέση την οποία θα διατηρήσει έως το 1978, οπότε εκλέγεται Lincoln Professor of Classical Archaeology and Art (στο Lincoln College). Το 1994 συνταξιοδοτείται και του απονέμεται ο τίτλος του Ομοτίμου. Νωρίτερα είχε εκλεγεί και καθηγητής της αρχαίας ιστορίας στη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Λονδίνου (1990).
Αν και ο Sir John Boardman ήταν από τους αρχαιολόγους εκείνους που δεν έγινε γνωστός από τις ανασκαφικές του έρευνες και από τα αρχαιολογικά ευρήματα, αλλά από το ερευνητικό, συγγραφικό, εκπαιδευτικό και λοιπό έργο του, μνημονεύονται οι ανασκαφές του στη Σμύρνη, στο Εμποριό της Χίου (1953-1955) και στην Ερέτρια, στη Χαλκίδα, στην Κνωσό, στην Al Mina (Συρία), στην Τocra (1964-1965, Λιβύη). Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι η ταχύτητα με την οποία εξέδωσε τις εξαίρετες δημοσιεύσεις των ανασκαφών αυτών, κάτι που επιβεβαιώνει το εύρος και τον πλούτο των γνώσεών του, όπως επίσης τον κριτικό και συνδυαστικό νου του.
Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της επιστημονικής ομάδας που συνέλαβε και πραγμάτωσε το μνημειώδες έργο Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae και ένας από τους συντελεστές της νέας έκδοσης της Aρχαίας Ιστορίας του Cambridge, ενώ χρημάτισε και μέλος της τριμελούς διοικητικής Επιτροπής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής. Για αρκετά χρόνια ήταν ο επιμελητής της έκδοσης του γνωστού αρχαιογνωστικού περιοδικού Journal of Hellenic Studies (1958-65), και μαζί με άλλους συναδέλφους του, του Oxford Journal of Archaeology, όπως επίσης και της σειράς Oxford Monographs in Classical Archaeology, ενώ είχε επιμεληθεί και την έκδοση μεγάλου αριθμού μονογραφιών και συλλογικών τόμων.
Κατά τη διάρκεια της εξαιρετικά πλούσιας και γόνιμης σταδιοδρομίας του υπήρξε επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια και Ινστιτούτα ανά την υφήλιο, όπως στο Columbia (1965), στο Aberdeen (ως Geddes-Harrower Professor, 1974), στο Αυστραλιανό Ινστιτούτο Αρχαιολογίας (1987). Πολλά εκπαιδευτικά, ερευνητικά και επιστημονικά ιδρύματα και σωματεία τον έχουν τιμήσει, όπως το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1994) και το Καποδιστριακό (1991), που του απένειμαν τον τίτλο του Επιτίμου διδάκτορα, και η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών, η οποία τον ανακήρυξε επίτιμο Αντιπρόεδρό της (1997). Ανάμεσα σε άλλα έγινε εταίρος της Βρετανικής Ακαδημίας (1969), αντεπιστέλλον μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών (1969) και της Ακαδημίας Αθηνών (1997), μέλος του Ινστιτούτου Ετρουσκικών Σπουδών της Φλωρεντίας (1983), του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (1983), του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (1983) και της Ακαδημίας Γραμμάτων και Καλών Τεχνών της Γαλλίας (1991), επίτιμος εταίρος του Πανεπιστημίου του Cambridge (Magdalene College, 1984), ξένος εταίρος της Αmerican Philosophical Society (1998), της Δανικής βασιλικής Ακαδημίας (1979), της Accademia Nazionale dei Lincei της Ρώμης (1999) και της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών (2003).
Το 1989 ο Βρετανικός θρόνος του απένειμε τον τίτλο του «ιππότη». Πρόκειται για τον δεύτερο κλασικό αρχαιολόγο, μετά τον μεγάλο Sir John Beazley, που έτυχε τέτοιας διάκρισης. Ακόμη, το 2009 στο Παρίσι, στη Γαλλική Ακαδημία, του απονεμήθηκε το βραβείο Ωνάση ως σημαίνοντα θεράποντα των ανθρωπιστικών σπουδών.
Δεκάδες είναι τα βιβλία που έχει συγγράψει, ορισμένα έχουν γνωρίσει μάλιστα επανειλημμένες επανεκδόσεις, και εκατοντάδες οι μικρότερες εργασίες και τα άρθρα του, που έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά και ποικίλους συλλογικούς τόμους. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως στη γαλλική, γερμανική, ιταλική, ελληνική, ισπανική, σουηδική, ολλανδική, φλαμανδική, ρουμανική και τσέχικη.
Είναι αδύνατον να αναφερθούμε έστω και τηλεγραφικά στο εντυπωσιακό σε ποιότητα, ποσότητα και ιδιαίτερα πολυσχιδές συγγραφικό αυτό έργο. Θα επιχειρηθεί μια ομαδοποίησή του ανάλογα με το περιεχόμενο, το είδος και την εποχή που πραγματεύεται. Υπογραμμίζεται ότι το έργο του διακρίνεται από μια υποδειγματική οικονομία λόγου, από σαφήνεια, ευρύτητα γνώσεων, γνώση υλικού, συνθετικό πνεύμα, κριτική ματιά, από πρωτότυπες και ενίοτε τολμηρές ιδέες.΄Εχοντας κανείς μια γενική εποπτεία του έργου αυτού εύκολα διαπιστώνει ότι μεγάλα τμήματά του αναφέρονται στους σφραγιδολίθους και τη σφραγιδογλυφία, σε ερμηνευτικά και εικονογραφικά ζητήματα, στην αρχαία κεραμική, την αρχαία πλαστική και αρχιτεκτονική, το εμπόριο, τα ταφικά έθιμα, την ιστορία της έρευνας. Ξεχωρίζουν ακόμη μονογραφίες και μικρότερες εργασίες που ασχολούνται με τις επιδράσεις της ελληνικής τέχνης στους λαούς της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου ή στους λαούς της Ανατολής και γενικότερα της Ασίας, καθώς επίσης και με τις επιρροές που δέχτηκαν οι ΄Ελληνες από τους παραπάνω λαούς. Πρόκειται για έργα που, εκτός των άλλων, επιβεβαιώνουν τη βαθιά γνώση που είχε ο John Boardman όχι μόνο για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο αλλά και γι’ αυτόν της περιφέρειάς του. Σημαντική θέση στο έργο του κατέχουν και ποικίλοι επιστημονικοί κατάλογοι, όπως αγγείων, σφραγιδολίθων κ. ά., πραγματικά πολύτιμοι για την πρόοδο της έρευνας. Ξεχωρίζουν επίσης τα πολλά ευσύνοπτα και εύχρηστα εγχειρίδια για την αρχαία ελληνική τέχνη, ιδιαίτερα της πρώιμης περιόδου, για την αρχαία ελληνική κεραμική και ιδιαίτερα την αττική μελανόμορφη και ερυθρόμορφη, όπως επίσης και για την ελληνική πλαστική των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Όλα τους διακρίνονται από καθαρότητα σκέψης, εύρος πληροφοριών, πλούσια εικονογράφηση και παρέχουν στον αναγνώστη τους έγκυρες γνώσεις.
Θα ήταν παράλειψη αν δεν επισημαινόταν ακόμη ότι μέρος του συγγραφικού έργου του John Boardman κινείται και πέρα από τα όρια της κλασικής αρχαιολογίας και διερευνά, πάντα με επιτυχία, και τομείς της προϊστορικής και βυζαντινής αρχαιολογίας. Ήταν ένας ακούραστος ερευνητής, που δεν άφηνε καμιά στιγμή της ημέρας του χωρίς εργασία. Επιπροσθέτως, ήταν πραγματιστής αποφεύγοντας τις θεωρητικές και συχνά ατέρμονες συζητήσεις. Αγαπούσε το συγκεκριμένο και όχι το αφηρημένο.